- θυροκοπικός
- θυροκοπικός, -ή, -όν (Α) [θυροκόπος]1. αυτός που αναφέρεται στη θυροκοπία*2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυροκοπικόντραγούδι με αυλό μπροστά σε θύρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυροκοπικόν — θυροκοπικός of masc acc sg θυροκοπικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TIBIA — I. TIBIA Phrygia, in universum sic dicta, Suidas: Τιβία. Φρυγία ὅλη. Vide Palmer. p. 575. II. TIBIA instrumentum maxime ὀργιαςικὸν καὶ παθητικὸν, Atistoteli in Politicis, et Appuleio Miles. l. 5. qui proin, uti loqui de cithara, canere de choro,… … Hofmann J. Lexicon universale
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek